- κατέλιπε
- καταλιμπάνωleave behindaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατέλιφ' — κατέλιπε , καταλιμπάνω leave behind aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ABRAHAM — I. ABRAHAM Eremita Aegyptius, grandem (iam defessis aetate parentibus) hereditatem mox habiturus, non exspectavit; sed ut nudus discedens, in solitudine sibi cellam constinut: deinde ills vitâ defunctis, cum ad capiendum tantarum opum pattimonium … Hofmann J. Lexicon universale
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
ξυλοφορώ — ξυλοφορῶ, έω (Α) [ξυλοφόρος] 1. (για δούλο ή ημίονο) μεταφέρω ξύλα («ἡμίονον κατέλιπε ξυλοφοροῡντα», Στράβ.) 2. κρατώ ράβδο, όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι 3. παράγω ξυλεία … Dictionary of Greek